- νανοαπολιθώματα
- τα(παλαιοντ.)1. απολιθωμένοι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί2. μικροσκοπικά απολιθωμένα τμήματα πολυκύτταρων οργανισμών, που μελετώνται με ισχυρά ηλεκτρονικά μικροσκόπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάνος + απολίθωμα].
Dictionary of Greek. 2013.